- παρεγκόπτω
- ΜΑ1. παρεμποδίζω, διακόπτω2. παρεμβάλλω εμπόδιαμσν.περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
παρεγκοπή — ἡ, Α [παρεγκόπτω] παρεμβολή, διέλευση («ὡρῶν καὶ ἡμερῶν παρεγκοπαῑς») … Dictionary of Greek